21 Δεκεμβρίου, 2023

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/1161 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 4ης Αυγούστου 2020 για την κατάρτιση καταλόγου επιτήρησης των ουσιών για την παρακολούθηση σε επίπεδο Ένωσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2008/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

by sylvester in Νομοθεσία

Οι ουσίες που θα συμπεριληφθούν στον κατάλογο επιτήρησης πρέπει να επιλέγονται μεταξύ εκείνων για τις οποίες τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ενδέχεται να εγκυμονούν σημαντικό κίνδυνο σε επίπεδο Ένωσης για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού, για τις οποίες, όμως, τα στοιχεία παρακολούθησης είναι ανεπαρκή για να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς τον πραγματικό κίνδυνο που ενέχουν. Σύμφωνα με το άρθρο 8β παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/105/ΕΚ, η Επιτροπή επικαιροποιεί τον κατάλογο επιτήρησης κάθε δύο χρόνια. Κατά την επικαιροποίηση του καταλόγου επιτήρησης, η Επιτροπή αφαιρεί απ’ αυτόν τυχόν ουσίες για τις οποίες μπορεί να διεξαχθεί εκτίμηση κινδύνου δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ χωρίς πρόσθετα στοιχεία παρακολούθησης.

Με βάση τα δεδομένα παρακολούθησης που συγκεντρώθηκαν για τις άλλες τρεις ουσίες, συγκεκριμένα για τη μεταφλουμιζόνη, την αμοξυκιλλίνη και τη σιπροφλοξασίνη, από το 2018, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν συγκεντρωθεί επαρκή δεδομένα υψηλής ποιότητας και ότι, συνεπώς, οι ουσίες αυτές θα πρέπει να παραμείνουν στον κατάλογο επιτήρησης. Η συμπερίληψη των διάφορων φαρμακευτικών ουσιών συνάδει με τη στρατηγική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα φάρμακα στο περιβάλλον(5), η δε συμπερίληψη των δύο αντιβιοτικών είναι επίσης συνεπής με το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης κατά της μικροβιακής αντοχής (ΜΑ) στο πλαίσιο της προσέγγισης «Μία υγεία»(6), που υποστηρίζει τη χρήση του καταλόγου επιτήρησης για «τη βελτίωση των γνώσεων σχετικά με την παρουσία και τη διασπορά των αντιμικροβιακών στο περιβάλλον».

Σύμφωνα με την Οδηγία για τα Πρότυπα Ποιότητας Περιβάλλοντος 2008/105/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2013/39/ΕΕ (EQSD), αναπτύχθηκε ένας μηχανισμός παροχής πληροφοριών και παρακολούθησης των συγκεντρώσεων για τις δυνητικά ρυπογόνες ουσίες στο υδάτινο περιβάλλον σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο για τα νερά), τη βελτίωση της προστασίας του υδάτινου περιβάλλοντος και κατά επέκταση της ανθρώπινης υγείας. Η διαδικασία ελέγχου επικεντρώνεται σε νεοεμφανιζόμενους ρύπους και άλλες ουσίες για τις οποίες τα διαθέσιμα δεδομένα είναι είτε ανεπαρκή είτε χαμηλής ποιότητας για τον προσδιορισμό των πιθανών κινδύνων για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Η λίστα παρακολούθησης έχει ισχύ σε ολόκληρη την ΕΕ και περιλαμβάνει συγκεκριμένο αριθμό ουσιών, η παρακολούθηση της ίδιας ουσίας μπορεί να διαρκέσει έως 2 χρόνια. Ο αριθμός των 10 ουσιών ή ομάδων ουσιών είχε συμπεριληφθεί στην πρώτη λίστα παρακολούθησης, ο αριθμός αυτός αυξάνεται κατά μία ουσία ή ομάδα ουσιών σε κάθε ενημέρωση,  με ανώτατο όριο τις 14 ουσίες ή ομάδες ουσιών. Οι συχνές αναθεωρήσεις του καταλόγου διασφαλίζουν ότι οι ουσίες δεν παρακολουθούνται περισσότερο από όσο χρειάζεται (2 χρόνια) και ότι οι ουσίες για τις οποίες επιβεβαιώνεται κάποιος σημαντικός κίνδυνος σε επίπεδο ΕΕ προσδιορίζονται ως υποψήφιες ουσίες προτεραιότητας με όσο το δυνατόν μικρότερη καθυστέρηση.

Τα κυριότερα κριτήρια επιλογής ουσιών ή ομάδων ουσιών για τους καταλόγους παρακολούθησης είναι τα εξής: i) η ουσία είναι ύποπτη ότι ενέχει σημαντικό κίνδυνο για ή μέσω του υδάτινου περιβάλλοντος, και υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία κινδύνου και πιθανής έκθεσης σε υδρόβιους οργανισμούς και θηλαστικά, ii) δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για την αξιολόγηση του κινδύνου έκθεσης σε επίπεδο ΕΕ για την ουσία, δηλαδή υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα παρακολούθησης ή τα δεδομένα είναι ανεπαρκούς ποιότητας, ή τα δεδομένα έκθεσης είναι ανεπαρκώς μοντελοποιημένα ώστε να αποφασιστεί εάν θα δοθεί προτεραιότητα στην ουσία.