Διασφάλιση της κατάλληλης αντιμετώπισης της απόρριψης λυμάτων για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας

Τα αστικά λύματα αποτελούν μία από τις κύριες πηγές ρύπανσης των υδάτων εάν δεν συλλέγονται και δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ.

Είναι συχνά μολυσμένο με βακτήρια, ιούς, επιβλαβείς χημικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των μικρορυπαντικών, και μια υπερφόρτωση θρεπτικών ουσιών, τα οποία, όταν δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία και απορρίπτονται στο περιβάλλον, επηρεάζουν την υγεία μας και βλάπτουν τα ποτάμια, τις λίμνες και τα παράκτια ύδατα.

Από την έκδοση της οδηγίας της ΕΕ για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων το 1991, η ποιότητα των ευρωπαϊκών ποταμών, λιμνών και θαλασσών έχει βελτιωθεί ριζικά. Με τη βοήθεια της χρηματοδότησης της ΕΕ, τα κράτη μέλη έχουν δημιουργήσει συστήματα αποχέτευσης και σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων.

Πάνω από 30 χρόνια αργότερα, η αναθεωρημένη οδηγία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων βασίζεται σε αυτή την κληρονομιά και αντιμετωπίζει την εναπομένουσα ρύπανση και τις νέες προκλήσεις στη διαχείριση των αστικών λυμάτων.

Επιλογή ουσιών για την 4η λίστα παρακολούθησης σύμφωνα με την οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 15 Αυγούστου 2022

Η 1η λίστα παρακολούθησης (Watch List, WL) για ουσίες σε επιφανειακά ύδατα σύμφωνα με την Οδηγία Περιβαλλοντικών Προτύπων Ποιότητας (EQSD – Directive 2013/39/EU) δημιουργήθηκε με την εκτελεστική απόφαση (EU) 2015/495 της Επιτροπής τον Μάρτιο του 2015. Ο πρώτος κατάλογος ενημερώθηκε τον Ιούνιο του 2018 με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2018/840 της Επιτροπής.

Η περίοδος συνεχούς παρακολούθησης για οποιαδήποτε ουσία του καταλόγου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τέσσερα χρόνια (άρθρο 8β του EQSD). Έτσι, το 2022 αφαιρέθηκαν οι τρεις ουσίες που προστέθηκαν το 2018, δηλαδή το εντομοκτόνο μεταφλουμιζόνη και τα αντιβιοτικά αμοξικιλλίνη και σιπροφλοξασίνη. Η 4η λίστα παρακολούθησης περιλαμβάνει μέγιστο αριθμό δεκατριών ουσιών ή ομάδων ουσιών, δηλαδή μία επιπλέον ουσία από το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο του 2020. Οι έξι ουσίες ή ομάδες ουσιών που προστέθηκαν κατά την τρίτη ενημέρωση της λίστας (ΕΕ 2020/1161) θα πρέπει να προστεθούν στην 4η λίστα για να διασφαλιστεί ότι συλλέγονται επαρκή και υψηλής ποιότητας δεδομένα παρακολούθησης για την αξιολόγηση πιθανών κινδύνων. Ως εκ τούτου, επτά πρόσθετες ουσίες ή ομάδες ουσιών προστίθενται στην λίστα.

Η επιλογή των υποψήφιων αντιβιοτικών γίνεται με βάσει τις επικίνδυνες ιδιότητες τους, καθώς και  της πιθανής συμβολής τους στην ανάπτυξη της μικροβιακής αντοχής (AMR). Η επιλογή των αντιβιοτικών είναι σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης One Health κατά της μικροβιακής αντοχής (COM/2017/0339 τελικό).

Τα αντιβιοτικά κλινδαμυκίνη, κεφαλεξίνη και οφλοξασίνη αναφέρονται ως τα καταλληλότερα υποψήφια για το κατάλογο παρακολούθησης. Μετά από σχόλια των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων μερών, το Κοινό Κέντρο Ερευνών προτείνει την κλινδαμυκίνη και την οφλοξασίνη για την 4η Λίστα Παρακολούθησης.

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/1161 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 4ης Αυγούστου 2020 για την κατάρτιση καταλόγου επιτήρησης των ουσιών για την παρακολούθηση σε επίπεδο Ένωσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2008/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

Οι ουσίες που θα συμπεριληφθούν στον κατάλογο επιτήρησης πρέπει να επιλέγονται μεταξύ εκείνων για τις οποίες τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ενδέχεται να εγκυμονούν σημαντικό κίνδυνο σε επίπεδο Ένωσης για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού, για τις οποίες, όμως, τα στοιχεία παρακολούθησης είναι ανεπαρκή για να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς τον πραγματικό κίνδυνο που ενέχουν. Σύμφωνα με το άρθρο 8β παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/105/ΕΚ, η Επιτροπή επικαιροποιεί τον κατάλογο επιτήρησης κάθε δύο χρόνια. Κατά την επικαιροποίηση του καταλόγου επιτήρησης, η Επιτροπή αφαιρεί απ’ αυτόν τυχόν ουσίες για τις οποίες μπορεί να διεξαχθεί εκτίμηση κινδύνου δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ χωρίς πρόσθετα στοιχεία παρακολούθησης.

Με βάση τα δεδομένα παρακολούθησης που συγκεντρώθηκαν για τις άλλες τρεις ουσίες, συγκεκριμένα για τη μεταφλουμιζόνη, την αμοξυκιλλίνη και τη σιπροφλοξασίνη, από το 2018, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν συγκεντρωθεί επαρκή δεδομένα υψηλής ποιότητας και ότι, συνεπώς, οι ουσίες αυτές θα πρέπει να παραμείνουν στον κατάλογο επιτήρησης. Η συμπερίληψη των διάφορων φαρμακευτικών ουσιών συνάδει με τη στρατηγική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα φάρμακα στο περιβάλλον(5), η δε συμπερίληψη των δύο αντιβιοτικών είναι επίσης συνεπής με το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης κατά της μικροβιακής αντοχής (ΜΑ) στο πλαίσιο της προσέγγισης «Μία υγεία»(6), που υποστηρίζει τη χρήση του καταλόγου επιτήρησης για «τη βελτίωση των γνώσεων σχετικά με την παρουσία και τη διασπορά των αντιμικροβιακών στο περιβάλλον».

Σύμφωνα με την Οδηγία για τα Πρότυπα Ποιότητας Περιβάλλοντος 2008/105/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2013/39/ΕΕ (EQSD), αναπτύχθηκε ένας μηχανισμός παροχής πληροφοριών και παρακολούθησης των συγκεντρώσεων για τις δυνητικά ρυπογόνες ουσίες στο υδάτινο περιβάλλον σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο για τα νερά), τη βελτίωση της προστασίας του υδάτινου περιβάλλοντος και κατά επέκταση της ανθρώπινης υγείας. Η διαδικασία ελέγχου επικεντρώνεται σε νεοεμφανιζόμενους ρύπους και άλλες ουσίες για τις οποίες τα διαθέσιμα δεδομένα είναι είτε ανεπαρκή είτε χαμηλής ποιότητας για τον προσδιορισμό των πιθανών κινδύνων για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Η λίστα παρακολούθησης έχει ισχύ σε ολόκληρη την ΕΕ και περιλαμβάνει συγκεκριμένο αριθμό ουσιών, η παρακολούθηση της ίδιας ουσίας μπορεί να διαρκέσει έως 2 χρόνια. Ο αριθμός των 10 ουσιών ή ομάδων ουσιών είχε συμπεριληφθεί στην πρώτη λίστα παρακολούθησης, ο αριθμός αυτός αυξάνεται κατά μία ουσία ή ομάδα ουσιών σε κάθε ενημέρωση,  με ανώτατο όριο τις 14 ουσίες ή ομάδες ουσιών. Οι συχνές αναθεωρήσεις του καταλόγου διασφαλίζουν ότι οι ουσίες δεν παρακολουθούνται περισσότερο από όσο χρειάζεται (2 χρόνια) και ότι οι ουσίες για τις οποίες επιβεβαιώνεται κάποιος σημαντικός κίνδυνος σε επίπεδο ΕΕ προσδιορίζονται ως υποψήφιες ουσίες προτεραιότητας με όσο το δυνατόν μικρότερη καθυστέρηση.

Τα κυριότερα κριτήρια επιλογής ουσιών ή ομάδων ουσιών για τους καταλόγους παρακολούθησης είναι τα εξής: i) η ουσία είναι ύποπτη ότι ενέχει σημαντικό κίνδυνο για ή μέσω του υδάτινου περιβάλλοντος, και υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία κινδύνου και πιθανής έκθεσης σε υδρόβιους οργανισμούς και θηλαστικά, ii) δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για την αξιολόγηση του κινδύνου έκθεσης σε επίπεδο ΕΕ για την ουσία, δηλαδή υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα παρακολούθησης ή τα δεδομένα είναι ανεπαρκούς ποιότητας, ή τα δεδομένα έκθεσης είναι ανεπαρκώς μοντελοποιημένα ώστε να αποφασιστεί εάν θα δοθεί προτεραιότητα στην ουσία.